glue: Αναφέρεται σε μια ουσία που χρησιμοποιείται για να κολλήσει αντικείμενα μεταξύ τους. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι συχνότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε οδηγίες κατασκευής ή περιγραφές προϊόντων.
colour: Αναφέρεται στην οπτική εμπειρία που προκύπτει από την αλληλεπίδραση του φωτός με τα αντικείμενα. Χρησιμοποιείται ευρέως στην τέχνη, την επιστήμη και την καθημερινή ζωή, και μπορεί να βρεθεί σε προφορικό και γραπτό λόγο.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ένα φωτεινό χρώμα κόλλας για να κολλήσει τα κομμάτια μαζί.
We need to choose the right glue colour for the project.
Πρέπει να επιλέξουμε το σωστό χρώμα κόλλας για το έργο.
The glue colour dried quickly and matched the paper perfectly.
Η φράση "glue colour" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά το "glue" χρησιμοποιείται σε πιο γενικές εκφράσεις:
Ήταν κολλημένος σαν κόλλα στη μητέρα του κατά τη διάρκεια της τρομακτικής ταινίας.
Glue together - They decided to glue together the broken pieces of the vase.
Αποφάσισαν να κολλήσουν μαζί τα σπασμένα κομμάτια της βεντάλιας.
Glue on - She put glue on the paper before attaching the photo.
glue: - Συνώνυμα: adhesive, paste - Αντώνυμα: solvent (λύτης)
colour: - Συνώνυμα: hue, tint, shade - Αντώνυμα: absence of colour (έλλειψη χρώματος), grayscale (γκρι κλίμακα)