Το "glue-like" είναι ένα επίθετο.
/ɡluː laɪk/
Το "glue-like" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει υφή ή χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της κόλλας. Συνήθως υποδηλώνει ότι κάτι είναι κολλώδες, ιξώδες ή έχει την ικανότητα να προσκολλάται σε επιφάνειες. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή τεχνικά πλαίσια, αλλά μπορεί να απαντηθεί και σε καθημερινή γλώσσα.
Η λέξη "glue-like" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε επιστημονικές ή τεχνικές αναφορές. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδίως όταν περιγράφονται υλικά ή καταστάσεις.
The substance has a glue-like texture that makes it ideal for binding materials together.
Η ουσία έχει μια κολλώδη υφή που την καθιστά ιδανική για τη συγκόλληση υλικών.
When heated, the rubber becomes glue-like and adheres to the surfaces more efficiently.
Όταν θερμαίνεται, το λάστιχο γίνεται κολλώδες και προσκολλάται στις επιφάνειες πιο αποτελεσματικά.
The glue-like properties of the solution allow it to fill gaps and create a strong bond.
Οι κολλώδεις ιδιότητες της λύσης της επιτρέπουν να γεμίζει κενά και να δημιουργεί μια ισχυρή σύνδεση.
Ο όρος "glue-like" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την κολλώδη φύση ή την προσκόλληση.
The new materials have glue-like properties that help them stick better.
Τα νέα υλικά έχουν κολλώδεις ιδιότητες που τους βοηθούν να προσκολλώνται καλύτερα.
She found herself in a glue-like situation where nothing seemed to move forward.
Βρήκε τον εαυτό της σε μια κολλώδη κατάσταση όπου τίποτα δεν φαινόταν να προχωρά.
His glue-like attachment to the project made it hard for him to let go.
Η κολλώδης προσκόλλησή του στο έργο το έκανε δύσκολο να το αφήσει.
The team worked in a glue-like manner, holding everything together through thick and thin.
Η ομάδα δούλευε με έναν κολλώδη τρόπο, κρατώντας τα πάντα ενωμένα στα εύκολα και στα δύσκολα.
Η λέξη "glue" προέρχεται από το παλαιά γαλλική "glu", που σημαίνει "κόλλα." Το επίθημα "-like" χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ένα επίθετο που υποδηλώνει ομοιότητα ή χαρακτηριστικά.