Το "glued" είναι ένα ρήμα σε παθητική φωνή, που προέρχεται από το ρήμα "glue".
Η φωνητική μεταγραφή για το "glued" είναι /ɡluːd/.
"Glued" αναφέρεται στην κατάσταση όταν δύο ή περισσότερα αντικείμενα είναι κολλημένα μεταξύ τους με κόλλα ή με κάποιον άλλο τρόπο, αν και χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να περιγράψει κάτι που είναι "κολλημένο" ή "κολλημένος" σε μια κατάσταση ή θέση. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο.
Τα έγγραφα είχαν κολληθεί μαζί κατά λάθος.
He was glued to the screen watching the movie.
Ήταν κολλημένος στην οθόνη παρακολουθώντας την ταινία.
The photo was glued in the album.
Το "glued" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν κάποιες από αυτές:
Ήταν κολλημένη στη θέση της κατά τη διάρκεια της συναυλίας.
Glued to the television
Τα παιδιά ήταν κολλημένα στην τηλεόραση όλη την απογευματινή ώρα.
Glued together
Η ομάδα είναι κολλημένη μαζί από τους κοινούς τους στόχους.
Glued in place
Η διακόσμηση ήταν κολλημένη στη θέση της για να μην πέσει.
Can't be glued to something
Η λέξη "glue" προέρχεται από το λατινικό "glutia", που σημαίνει "κολλώδης ουσία". Η παλιότερη μορφή περιλαμβάνει την Παλαιοαγγλική λέξη "glu", που απλά αναφερόταν σε κολλητικές ουσίες.
Συνώνυμα: - Stick - Bond - Adhere
Αντώνυμα: - Separate - Detach - Unstick
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "glued" με όλα τα ζητούμενα στοιχεία.