Η φράση "glued boundaries" αποτελείται από δύο λέξεις: το "glued" που είναι επίθετο και το "boundaries" που είναι ουσιαστικό.
/gluːd ˈbaʊndəriz/
Η φράση "glued boundaries" μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις ή αντικείμενα όπου τα όρια ή οι επιφάνειες είναι κολλημένα μεταξύ τους. Αυτό μπορεί να έχει εφαρμογές σε διάφορους τομείς, όπως η αρχιτεκτονική, η κατασκευή και οι επιστήμες υλικών.
Στη γλώσσα των αγγλικών, αυτή η φράση δεν είναι εξαιρετικά συχνή, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα πεδία. Υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά κείμενα και έρευνες.
Οι τοίχοι του νέου κτιρίου είχαν κολλημένα όρια για να εξασφαλίσουν την σταθερότητα.
The artist used glued boundaries to create a unique texture in her artwork.
Η φράση "glued boundaries" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικές εκφράσεις ή ειδικά σε συμφραζόμενα που αναφέρονται στη σταθερότητα ή στην ένωση.
Το έργο ήταν επιτυχές επειδή είχε κολλημένα όρια, αποτρέποντας οποιεσδήποτε παρεξηγήσεις.
In a team, having glued boundaries can help avoid conflicts.
Σε μια ομάδα, το να υπάρχουν κολλημένα όρια μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή συγκρούσεων.
The glued boundaries between departments facilitated better communication.
Συνώνυμα: - glued: stuck, attached - boundaries: borders, limits
Αντώνυμα: - glued: detached, loose - boundaries: openness, freedom
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τη φράση “glued boundaries” σε βάθος, ζητώντας να φωτίσει τις πολλαπλές πτυχές της.