glulam: ουσιαστικό
/ˈɡluːləm/
Το glulam (συντομογραφία του "glued laminated timber") αναφέρεται σε κατασκευαστικά στοιχεία που αποτελούνται από κομμάτια ξύλου που έχουν συγκολληθεί μαζί για να σχηματίσουν δομές ή μέρη δομών όπως δοκάρια, κολόνες ή άλλες κατασκευές. Χρησιμοποιείται κυρίως στη σύγχρονη αρχιτεκτονική για κτίρια και γέφυρες λόγω της αντοχής και της ευελιξίας τους. Το glulam είναι πιο συχνά από ό,τι σε γραπτές ή προφορικές πηγές και επαγγελματικά συμφραζόμενα, δεδομένης της ειδικότητας του όρου.
The architect designed a beautiful pavilion using a glulam structure.
(Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε ένα όμορφο περίπτερο χρησιμοποιώντας μία δομή glulam.)
Many modern schools are built with a glulam structure for sustainability.
(Πολλά σύγχρονα σχολεία χτίζονται με μία δομή glulam για βιωσιμότητα.)
Το glulam δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις γύρω από αυτό, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με έννοιες που περιβάλλουν την κατασκευή και την αρχιτεκτονική:
"The strength of a glulam structure stands out in modern architecture."
(Η δύναμη μιας δομής glulam ξεχωρίζει στη σύγχρονη αρχιτεκτονική.)
"Using a glulam structure allows for larger spans without columns."
(Η χρήση μιας δομής glulam επιτρέπει μεγαλύτερες εκτάσεις χωρίς στήλες.)
"A glulam structure can blend beautifully with natural materials."
(Μια δομή glulam μπορεί να συνδυαστεί όμορφα με φυσικά υλικά.)
Η λέξη "glulam" προέρχεται από την συνένωση του "glued" (κολλημένος) και "laminated" (κονιοποιημένος). Αναφέρεται στη διαδικασία ορθής κατασκευής ξύλινων στοιχείων μέσω συγκόλλησης.
Engineered wood (μηχανικά κατασκευασμένο ξύλο)
Αντώνυμα:
Αυτός είναι ο πλήρης ορισμός και οι πληροφορίες σχετικές με το "glulam structure".