Το "glycemic control" είναι ουσιαστικό.
/glaɪˈsiːmɪk kənˈtroʊl/
Ο όρος "glycemic control" αναφέρεται στη διαδικασία διαχείρισης των επιπέδων γλυκόζης (ζάχαρης) στο αίμα των ατόμων, συνήθως εκείνων που πάσχουν από διαβήτη. Αφορά τόσο τη μείωση των διακυμάνσεων των επιπέδων γλυκόζης όσο και τη διατήρηση τους σε αποδεκτές συγκεντρώσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και διατροφικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης του "glycemic control" είναι υψηλή σε ιατρικά κείμενα και έρευνες, ενώ είναι λιγότερο διαδεδομένος σε καθημερινές συνομιλίες. Προτιμάται σε γραπτό πλαίσιο, όπως επιστημονικές δημοσιεύσεις και διατροφικές οδηγίες.
"Η επίτευξη καλού γλυκαιμικού ελέγχου είναι ουσιώδης για τη διαχείριση του διαβήτη."
"Regular monitoring can help maintain glycemic control in patients."
"Η τακτική παρακολούθηση μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση του γλυκαιμικού ελέγχου στους ασθενείς."
"Diet and exercise play a critical role in glycemic control."
Ο όρος "glycemic control" μπορεί να μην εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να απεικονίσει καταστάσεις σχετικά με τον διαβήτη.
"Πρέπει να δουλέψει στον γλυκαιμικό του έλεγχο για να αποφύγει τις επιπλοκές."
"Good glycemic control can reduce the risk of heart disease."
"Ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας."
"Doctors often advise lifestyle changes to improve glycemic control."
"Οι γιατροί συχνά συστήνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής για να βελτιώσουν τον γλυκαιμικό έλεγχο."
"Glycemic control is vital for preventing diabetes-related issues."
"Ο γλυκαιμικός έλεγχος είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη προβλημάτων που σχετίζονται με τον διαβήτη."
"Achieving optimal glycemic control requires a balanced diet."
Ο όρος "glycemic" προέρχεται από τη λέξη "glycose," που αναφέρεται στη γλυκόζη, έναν τύπο σακχάρου στο αίμα. Η κατάληξη "-emic" υποδηλώνει σχέση με το αίμα. Ο όρος "control" προέρχεται από τη λατινική λέξη "controlare" που σημαίνει "να εξουσιάζω" ή "να ελέγξω."
Συνώνυμα: - Blood sugar management - Glucose regulation
Αντώνυμα: - Glycemic instability - Poor glycemic control