Η γλυκοκόλη είναι μια αμινοξυ προπόλη, η οποία αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του σάλιο και άλλων βιολογικών υγρών. Χρησιμοποιείται στον τομέα της βιοχημείας και της φαρμακολογίας. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεσαία, καθώς εμφανίζεται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
Η έρευνα ανέδειξε τον ρόλο της γλυκοκόλης στο ανθρώπινο σώμα.
Glycocol can be found in various biological fluids.
Η γλυκοκόλη μπορεί να βρεθεί σε διάφορα βιολογικά υγρά.
Studies show that glycocol contributes to the metabolism of carbohydrates.
Η λέξη "glycocol" δεν είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα, μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις ή πειράματα.
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό "γλυκός" (δηλαδή γλυκός) και "κόλλας" (δηλαδή κολλώδης). Αναφέρεται στη χημική δομή που περιέχει σακχαρόζη ή γλυκόζη.