Ο όρος "glycophyte" είναι ουσιαστικό.
/glaɪˈkoʊfaɪt/
Η λέξη "glycophyte" αναφέρεται σε ένα είδος φυτού που ευδοκιμεί σε περιβάλλοντα με χαμηλή αλατότητα, σε αντίθεση με τα "halophytes" που προσαρμόζονται σε αλατούχα εδάφη. Τα γλυκόφυτα είναι τα περισσότερα φυτά στον πλανήτη και περιλαμβάνουν τα περισσότερα καλλιεργούμενα είδη.
Το "glycophyte" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και μορφωτικά κείμενα που σχετίζονται με τη βιολογία και τη βοτανολογία. Είναι λιγότερο συχνό στον προφορικό λόγο και παρουσιάζει υψηλή συχνότητα σε γραπτά κείμενα.
"Τα γλυκόφυτα είναι απαραίτητα για τη γεωργία καθώς ευδοκιμούν σε γλυκό νερό."
"Researchers study glycophytes to better understand plant adaptation to various environments."
Ο όρος "glycophyte" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει τη χρήση του σε συγκεκριμένα επιστημονικά κείμενα ή διαλέξεις. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που θα μπορούσαν να σχετίζονται με το θέμα:
"Η προσαρμογή των γλυκόφυτων δείχνει τη φανταστική βιοποικιλότητα στον πλανήτη μας."
"In a world facing climate change, understanding glycophytes could be crucial for future agriculture."
"Σε έναν κόσμο που αντιμετωπίζει κλιματική αλλαγή, η κατανόηση των γλυκόφυτων θα μπορούσε να είναι καθοριστική για τη μελλοντική γεωργία."
"Glycophytes play a vital role in ecosystems where freshwater is abundant."
Ο όρος "glycophyte" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "glykys" (γλυκός) και "phyton" (φυτό), υποδηλώνοντας έναν φυτικό οργανισμό που προτιμά γλυκά ή μη αλατώδη εδάφη.
Συνώνυμα: - Non-halophyte
Αντώνυμα: - Halophyte (αλάτοφυτο)