god - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

god (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μερος του λογου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/gɒd/ (IPA)

Σημασιολογία

Το "God" στα αγγλικά αναφέρεται στον υπερανώτατο Θεό ως υπερφυσική οντότητα που θεωρείται η αιτία και η ύπαρξη του σύμπαντος. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της θρησκείας και της πνευματικής πίστης.

Συχνότητα και χρήση

Το λεκτικό "God" χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Είναι ένας όρος που συνδέεται συχνά με θρησκευτικές έννοιες και πεποιθήσεις.

Ιδιώματα/Έκφρασεις

Το "God" είναι συχνά μέρος σημαντικών ιδιωματικών εκφράσεων στα αγγλικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. "Oh my God!" - Ουάου! / Τον κύριο! 2. "God knows" - Ο Θεός ξέρει 3. "God bless you" - Ο Θεός να σε ευλογεί

Ετυμολογία

Η λέξη "God" προέρχεται από τα αρχαιοαγγλικά "god", που σημαίνει υπερανώριμη οντότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Deity - Divine Being - Almighty

Αντώνυμα: - Atheist - Infidel - Nonbeliever