Η φράση "golden hours" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/gɒldən ˈaʊərz/
Η φράση "golden hours" αναφέρεται συνήθως στην περίοδο της ημέρας λίγο μετά την ανατολή του ηλίου και λίγο πριν τη δύση, κατά την οποία το φως είναι απαλό και ζεστό, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για φωτογραφία ή δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους. Στη χρήση της είναι πιο συχνά παρατηρούμενη σε γραπτό κείμενο, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις σχετικά με τη φωτογραφία.
The photographer loves to capture the beauty of landscapes during the golden hours.
(Ο φωτογράφος αγαπά να αποτυπώνει την ομορφιά των τοπίων κατά τις χρυσές ώρες.)
Many outdoor events are scheduled for the golden hours to take advantage of the beautiful light.
(Πολλές υπαίθριες εκδηλώσεις προγραμματίζονται για τις χρυσές ώρες για να εκμεταλλευτούν το όμορφο φως.)
Η φράση "golden hours" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις για να περιγράψει ευνοϊκές ή ευχάριστες περιόδους:
"We finally found some golden hours in the midst of our busy schedules."
(Τελικά βρήκαμε μερικές χρυσές ώρες στη μέση των πολυάσχολων προγραμμάτων μας.)
"Her laughter felt like golden hours, brightening the entire room."
(Το γέλιο της φάνηκε σαν χρυσές ώρες, φωτίζοντας ολόκληρο το δωμάτιο.)
"Those golden hours spent at the beach were unforgettable."
(Αυτές οι χρυσές ώρες που περάσαμε στην παραλία ήταν αξέχαστες.)
Η φράση "golden hours" προέρχεται από την έννοια του "χρυσού", η οποία υποδηλώνει κάτι ευχάριστο, πολύτιμο ή όμορφο. Η λέξη "hour" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ὥρα" (hora), που σημαίνει "ώρα". Η σύνθεση των δύο δημιουργεί μια εικόνα ευχάριστων και ιδανικών στιγμών.
Συνώνυμα: - prime time (καλύτερη ώρα) - magic hour (μαγική ώρα)
Αντώνυμα: - dark hours (σκοτεινές ώρες) - dull times (βαρετές στιγμές)