Golf course: υποκείμενο (noun phrase)
/ɡɒlf kɔːrs/
Το "golf course" αναφέρεται σε ένα σχεδιασμένο γήπεδο για το παιχνίδι του γκολφ, το οποίο περιλαμβάνει διάφορες τρύπες (holes), κανονικά 18, και συνήθως διαθέτει ανοιχτούς χώρους, πάρκα και νερό. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγγλική γλώσσα για αναφορά σε μέρη που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για το γκολφ.
Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια έως υψηλή, καθώς είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε αθλήματα και αναψυχή.
Το γήπεδο γκολφ ήταν όμορφα διατηρημένο και είχε ζωντανό πράσινο.
They played a round of golf at the local golf course last weekend.
Έπαιξαν μια παρτίδα γκολφ στο τοπικό γήπεδο γκολφ το περασμένο σαββατοκύριακο.
She enjoys practicing her swing at the nearby golf course.
Ενώ η φράση "golf course" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν αρκετές σχετικές εκφράσεις που αναφέρονται στο γκολφ:
"We will tee off at the golf course at 10 AM."
“On the green”
"After a long putt, he finally reached the ball on the green."
“Birdie on the golf course”
Η λέξη "golf" προέρχεται από τη σκανδιναβική λέξη "kolf", που σημαίνει "μπάλα" ή "κνίτη", ενώ η λέξη "course" προέρχεται από την λατινική λέξη "cursus", που σημαίνει "τρέχω" ή "δρομολόγιο". Έτσι, "golf course" σημαίνει τον χώρο όπου παίζεται το γκολφ με καθορισμένα σημεία.
Συνώνυμα - Γήπεδο γκολφ - Πίστα γκολφ
Αντώνυμα - Κλειστός χώρος (για παραδείγματα γηπέδων άλλων αθλημάτων, δεν έχει άμεσο αντίστοιχο αφού το γκολφ είναι μια εξωτερική δραστηριότητα).