Ρήμα
/gəʊˈnæd.i.əl/
Η λέξη "gonadial" αναφέρεται σε χαρακτηριστικά, δομές ή διαδικασίες που σχετίζονται με τις γονάδες (γονιδιακός αδένας). Οι γονάδες είναι οι αδένες που παράγουν τη γενετική ύλη, δηλαδή τα σπερματοζωάριο και τα ωάρια. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της λέξης είναι σχετικά σπάνια, κυρίως στον επιστημονικό ή ιατρικό λόγο, αποτελώντας ένα εξειδικευμένο όρο που χρησιμοποιείται σε βιολογία και ιατρική.
Η γοναδιακή ανάπτυξη είναι κρίσιμη για την αναπαραγωγική υγεία.
Researchers are studying gonadial hormones in relation to fertility.
Οι ερευνητές μελετούν τις γοναδιακές ορμόνες σε σχέση με τη γονιμότητα.
Problems with gonadial function can lead to various reproductive issues.
Αυτή η λέξη δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της επιστημονικής του φύσης. Ωστόσο, θα αναφέρουμε κάποιες προτάσεις σχετικές με την ιατρική και βιολογία:
Ο γοναδιακός άξονας είναι εμπλεκόμενος στη ορμονική ρύθμιση της εφηβείας.
Gonadial abnormalities can lead to disorders in sexual development.
Γοναδιακές ανωμαλίες μπορούν να οδηγήσουν σε διαταραχές της σεξουαλικής ανάπτυξης.
The influence of gonadial steroids on behavior is an interesting area of research.
Η λέξη "gonadial" προέρχεται από το ελληνικό "γονάδιον" (gonadion), που σημαίνει "γονάδα" και το λατινικό "al", που αναφέρεται σε σχέση ή ανατομία.
Συνώνυμα: - Glandular - Reproductive
Αντώνυμα: - Asexual
Αυτή η λέξη είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά κείμενα ή καταστάσεις, και η χρήση της στις καθημερινές συνομιλίες είναι πολύ περιορισμένη.