Ουσιαστικό
/ˌɡɒn.ɑːrˈθroʊ.sɪs/
Η "γοναρθρώση" αναφέρεται σε μια εκφυλιστική ασθένεια των γονάτων, που χαρακτηρίζεται από φθορά του χόνδρου και μπορεί να προκαλέσει πόνο, δυσκολία κινήσεων και περιορισμό της λειτουργίας των γονάτων. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής και της υγείας.
Η γοναρθρώση είναι μια κοινή πάθηση στους ηλικιωμένους και μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του ασθενούς, με αποτέλεσμα την ανάγκη για θεραπεία και αποκατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά κείμενα και ερευνητικά έργα.
The patient was diagnosed with gonarthrosis and had to follow a strict exercise regimen.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με γοναρθρώση και έπρεπε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεων.
Gonarthrosis can lead to significant mobility issues if not treated properly.
Η γοναρθρώση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά θέματα κινητικότητας αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά.
Η λέξη "γοναρθρώση" δεν βρίσκεται σε ιδιωματικές εκφράσεις με τον ίδιο τρόπο που βρίσκονται άλλες λέξεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, σε ιατρικά πλαίσια μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που περιγράφουν κατάσταση ή θεραπεία.
"Living with gonarthrosis requires a lot of patience and lifestyle adjustments."
Η ζωή με γοναρθρώση απαιτεί πολλή υπομονή και προσαρμογές στον τρόπο ζωής.
"After years of dealing with gonarthrosis, she finally decided to seek surgical intervention."
Μετά από χρόνια που αντιμετώπιζε τη γοναρθρώση, τελικά αποφάσισε να αναζητήσει χειρουργική παρέμβαση.
"Managing gonarthrosis involves regular check-ups with a healthcare provider."
Η διαχείριση της γοναρθρώσης περιλαμβάνει τακτικές επισκέψεις σε παροχέα υγειονομικής περίθαλψης.
Η λέξη "γοναρθρώση" προέρχεται από το ελληνικό "γόνατο" (gonáto), που σημαίνει γόνατο, και "αρθρώση" (arthrósis), που αναφέρεται στη σύνδεση μεταξύ των οστών. Η σύνθεση εννοεί την εκφύλιση ή την κακή κατάσταση της άρθρωσης του γονάτου.
Συνώνυμα: - Ίαση του γόνατος - Χόνδρινη ασθένεια του γόνατος
Αντώνυμα: - Υγιές γόνατο - Καλή λειτουργία της άρθρωσης του γονάτου