Ο όρος "good poor seller" μπορεί να ερμηνευθεί ως "καλός πωλητής" σε σχέση με κάποιο άλλο πωλητή που θεωρείται κακός ή αδύναμος. Η χρήση της φράσης εξετάζει την ποιότητα ή την απόδοση του πωλητή, υπονοώντας αξιολόγηση στη δουλειά τους.
Είναι μια φράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα.
"Παρά τις διακυμάνσεις της αγοράς, παραμένει ένας καλός κακός πωλητής."
"In comparison to others, she is a good poor seller."
"Σε σύγκριση με άλλους, είναι μια καλή κακή πωλητής."
"The training helped him become a good poor seller in the industry."
Η φράση "good poor seller" δεν χρησιμοποιείται συχνά ως μέρος συγκεκριμένων ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε ευρύτερες φράσεις που σχετίζονται με την πώληση και την αξιολόγηση:
"Έχει τη γοητεία ενός καλού κακού πωλητή."
"She has the skills of a good poor seller, but needs more experience."
"Έχει τις δεξιότητες ενός καλού κακού πωλητή, αλλά χρειάζεται περισσότερη εμπειρία."
"In the field of sales, being a good poor seller can be an asset."
"Στον τομέα των πωλήσεων, το να είσαι καλός κακός πωλητής μπορεί να είναι πλεονέκτημα."
"The way he presents himself makes him seem like a good poor seller."
"Ο τρόπος που παρουσιάζεται τον καθιστά να φαίνεται σαν ένας καλός κακός πωλητής."
"Knowing how to sell while being a good poor seller is crucial."
Seller: Vendor, Merchant, Retailer
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια συνολική εικόνα της φράσης "good poor seller" και της χρήσης της στη γλώσσα.