Η φράση "goods in communion" είναι μια σύνθετη φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/gʊdz ɪn kəˈmjunɪən/
Η φράση "goods in communion" αναφέρεται σε αγαθά που μοιράζονται ή χρησιμοποιούνται από μια κοινωνία ή ομάδα ανθρώπων, συχνά σε ένα πλαίσιο συνεργασίας και κοινής ωφέλειας. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικές με την οικονομία, την κοινωνιολογία ή τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η χρήση της είναι πιο συνήθης στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ακαδημαϊκά άρθρα ή κοινωνικές αναλύσεις.
"Η έννοια των αγαθών σε κοινότητα υπογραμμίζει τη σημασία της κοινής χρήσης πόρων."
"In many cultures, goods in communion are seen as a way to strengthen community bonds."
Η φράση "goods in communion" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με κάποιες γενικότερες φράσεις που αναφέρονται σε συνεργασία ή κοινότητα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις με συνδυασμούς σχετικών εκφράσεων:
"Η συνεργασία για το κοινό καλό οδηγεί σε αγαθά σε κοινότητα."
"Sharing our goods in communion can enhance social solidarity."
"Η κοινή χρήση των αγαθών μας σε κοινωνία μπορεί να ενισχύσει την κοινωνική αλληλεγγύη."
"The festival was a celebration of goods in communion, bringing everyone together."
Η λέξη "goods" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "god" που σημαίνει "οφέλη" ή "αξία". Η λέξη "communion" έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "communio", που σημαίνει "κοινότητα" ή "συμμετοχή".
Συνώνυμα: - resources shared (πόροι που μοιράζονται) - community assets (κοινά περιουσιακά στοιχεία)
Αντώνυμα: - goods in isolation (αγαθά σε απομόνωση) - individual ownership (ατομική ιδιοκτησία)