Η φράση "goods-in-process" είναι ουσιαστικό.
/ɡʊdz ɪn ˈprəʊsɛs/
Η φράση "goods-in-process" αναφέρεται σε υλικά ή αγαθά που βρίσκονται σε διαδικασία παραγωγής ή άλλης επεξεργασίας και δεν είναι έτοιμα προς πώληση. Αυτά τα αγαθά συνήθως περιλαμβάνουν το κόστος των πρώτων υλών, της εργασίας και άλλων πόρων που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του προϊόντος.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε λογιστικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα και είναι περισσότερο ενδεδειγμένη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε οικονομικές αναφορές ή ισολογισμούς.
Η εταιρεία έχει αυξήσει τα αποθέματά της σε εμπορεύματα υπό επεξεργασία λόγω αύξησης της ζήτησης.
Goods-in-process are crucial for assessing the efficiency of a manufacturing operation.
Η φράση "goods-in-process" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διάφορες προτάσεις σε επαγγελματικά και οικονομικά συμφραζόμενα.
Η παρακολούθηση των εμπορευμάτων υπό επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαχείριση αποθεμάτων.
The accountant provided a detailed report on the goods-in-process for the financial year.
Ο λογιστής παρείχε μια λεπτομερή έκθεση για τα εμπορεύματα υπό επεξεργασία για το οικονομικό έτος.
Managing goods-in-process can help reduce costs and improve production efficiency.
Η φράση "goods-in-process" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "goods" (αγαθά) και της φράσης "in process" (σε διαδικασία), που χρησιμοποιείται για την περιγραφή προϊόντων ή υλικών που είναι ακόμα σε εξέλιξη.
Συνώνυμα: - Work-in-progress (WIP) - Semi-finished goods (ημιτελή προϊόντα)
Αντώνυμα: - Finished goods (τελειωμένα αγαθά) - Sold goods (πωληθέντα αγαθά)