Ο όρος "gorget" είναι ουσιαστικό.
Фωνητική μεταγραφή: /ˈɡɔːrdʒɪt/
Η λέξη "gorget" αναφέρεται σε ένα διακοσμητικό στοιχείο ή αμυντική προφύλαξη του λαιμού, που φοριέται κυρίως ως μέρος της στρατιωτικής ή αριστοκρατικής στολής. Στην αρχαιότητα, τα γοργέτ κομμάτια ήταν χρησιμοποιούμενα για προστασία, ενώ σε πιο σύγχρονα συμφραζόμενα μπορεί να αναφέρονται σε κοσμήματα που κρέμονται που γύρω από το λαιμό.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης αυτής είναι σχετικά χαμηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε ιστορικά ή στρατιωτικά πλαίσια, καθώς και σε ειδικούς τομείς, όπως η αρχαιολογία. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Ο ιππότης φορούσε ένα γοργέτ ως μέρος της πανοπλίας του κατά τη διάρκεια της μάχης.
The decorative gorget was crafted from silver and adorned with gemstones.
Το διακοσμητικό γοργέτ ήταν φτιαγμένο από ασημί και διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους.
Archaeologists discovered a gorget at the ancient burial site.
Η λέξη "gorget" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν μερικές θολές αναφορές σε πολιτισμικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με στρατιωτικές ή αρχαίες παραδόσεις. Ορισμένες φράσεις μπορεί να είναι:
Να φοράς ένα γοργέτ περήφανα σημαίνει να τιμάς την κληρονομιά σου.
The gorget of the ancient warrior symbolized his status in society.
Το γοργέτ του αρχαίου πολεμιστή συμβόλιζε την κατάσταση του στην κοινωνία.
In the museum, the gorget exhibits tell stories of ancient battles.
Η λέξη "gorget" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "gorgeret", η οποία είναι μικρή μορφή του "gorge" που σημαίνει "λαιμός". Η προέλευση καταδεικνύει την προφυλακτική και ταυτόχρονα διακοσμητική φύση του αντικειμένου.
Συνώνυμα: - Neck armor - Neckplate
Αντώνυμα: - Disguise (λόγω της αμυντικής και ενοποιητικής του λειτουργίας)
Η λέξη "gorget" έχει έναν συγκεκριμένο τόνο και προορίζεται για ειδικά ή ιστορικά συμφραζόμενα.