Η φράση "grade level" αναφέρεται στο επίπεδο εκπαίδευσης που αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη τάξη ή βαθμό στο σχολείο. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει διαφορετικά σχολικά συστήματα που αξιολογούν τους μαθητές με βάση το επίπεδό τους. Στη γλωσσική χρήση, το "grade level" είναι κοινό σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και προγραμματισμούς. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά και σε προφορική επικοινωνία.
Students are grouped by their grade level in the classroom.
Οι μαθητές ομαδοποιούνται ανάλογα με το επίπεδο βαθμού τους στην τάξη.
The curriculum changes depending on the grade level of the students.
Το πρόγραμμα σπουδών αλλάζει ανάλογα με το επίπεδο βαθμού των μαθητών.
Η φράση "grade level" χρησιμοποιείται κυρίως σε εκπαιδευτικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα, αλλά δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Αντίθετα, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες σχετικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση:
It's important for students to learn at grade level.
Είναι σημαντικό για τους μαθητές να μαθαίνουν στο επίπεδο βαθμού τους.
"Above grade level" - πάνω από το επίπεδο βαθμού
She is performing above grade level in mathematics.
Εκείνη αποδίδει πάνω από το επίπεδο βαθμού της στα μαθηματικά.
"Below grade level" - κάτω από το επίπεδο βαθμού
Η λέξη "grade" προέρχεται από τη λατινική λέξη "gradus", που σημαίνει "σκαλοπάτι" ή "βάθρο". Η λέξη "level" έχει αγγλικές ρίζες, προερχόμενη από την παλαιά αγγλική λέξη "leof" που σημαίνει "ίσος" ή "επίπεδο".
Συνώνυμα: - Educational level (εκπαιδευτικό επίπεδο) - Class level (τάξη)
Αντώνυμα: - None (δεν υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι, καθώς η φράση αναφέρεται σε μια καθορισμένη κατηγορία)
Αυτή η φράση πρωτοστατεί στο εκπαιδευτικό περιβάλλον και μπορεί να αξιολογηθεί σε διάφορες μορφές εκπαίδευσης, αναγνωρίζοντας την πρόοδο ή τις ανάγκες των μαθητών.