Grade rod (σύνθετη φράση, ουσιαστικό).
/ɡreɪd rɒd/
Ο όρος grade rod αναφέρεται σε μια ράβδο ή εργαλείο που χρησιμοποιείται στη γεωργία και τη μηχανική για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση ύψους ή επιπέδων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κατασκευαστικά έργα ή σε γεωργικές εφαρμογές για την εκτίμηση και τη ρύθμιση υψομετρικών διαφοράς. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος σε επαγγελματικά ή τεχνικά περιβάλλοντα, επομένως η χρήση του μπορεί να είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The surveyor used a grade rod to measure the height of the land accurately.
(Ο τοπογράφος χρησιμοποίησε μια ράβδο βαθμολογίας για να μετρήσει με ακρίβεια το ύψος του εδάφους.)
When constructing the building, the workers relied on the grade rod for leveling.
(Κατά την κατασκευή του κτηρίου, οι εργαζόμενοι βασίστηκαν στη ράβδο βαθμολογίας για τη στάθμιση.)
Η συγκεκριμένη φράση “grade rod” δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε τεχνικά συμφραζόμενα σχετιζόμενα με μέτρηση και κατασκευή.
"Let's get the grade rod out to ensure everything is level."
(Ας βγάλουμε τη ράβδο βαθμολογίας για να εξασφαλίσουμε ότι είναι όλα επίπεδα.)
"Using a grade rod can prevent costly mistakes in construction."
(Η χρήση μιας ράβδου βαθμολογίας μπορεί να αποτρέψει δαπανηρά λάθη στην κατασκευή.)
Η φράση grade rod προέρχεται από τις λέξεις "grade" και "rod". "Grade" προέρχεται από τη λατινική λέξη "gradus" που σημαίνει βαθμός ή επίπεδο, ενώ "rod" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "rodd", που σημαίνει ράβδος ή ραβδί.