Noun (Ουσιαστικό)
/ˈɡreɪ.əm flɔːr/
Graham flour είναι ένα είδος αλευριού που παρασκευάζεται από ολόκληρους σπόρους σίτου, δηλαδή περιλαμβάνει και τον φλοιό του σπόρου. Είναι γνωστό για τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες σε σύγκριση με το λευκό αλεύρι. Χρησιμοποιείται συχνά σε ψωμιά, μπισκότα και άλλες αρτοσκευές.
I like to use graham flour for my baking recipes.
Μου αρέσει να χρησιμοποιώ αλεύρι γκρέιχαμ για τις συνταγές μου.
Graham flour can be a healthier choice for making crusts.
Το αλεύρι γκρέιχαμ μπορεί να είναι μια πιο υγιεινή επιλογή για την παρασκευή κρούστας.
Many people use graham flour in their pancakes.
Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν αλεύρι γκρέιχαμ στις τηγανίτες τους.
Το "graham flour" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συνταγές και συζητήσεις σχετικές με το μαγείρεμα.
"Adding graham flour to your cookies will enhance their texture."
"Η προσθήκη αλευριού γκρέιχαμ στα μπισκότα σας θα ενισχύσει την υφή τους."
"I found a great recipe that uses graham flour in the crust."
"Βρήκα μια εξαιρετική συνταγή που χρησιμοποιεί αλεύρι γκρέιχαμ στην κρούστα."
"Bakers often experiment with graham flour to create unique flavors."
"Οι αρτοποιοί συχνά πειραματίζονται με το αλεύρι γκρέιχαμ για να δημιουργήσουν μοναδικές γεύσεις."
Το όνομα "graham flour" προέρχεται από τον ονόματι του Sylvester Graham, ενός Αμερικανού ιερέα και διατροφολόγου του 19ου αιώνα, ο οποίος προώθησε μια φυτική διατροφή και τη χρήση ολόκληρων σπόρων.