Η φράση "granolithic finish" χρησιμοποιείται ως ονομασία.
/grænəˈlɪθɪk ˈfɪnɪʃ/
Ο όρος "granolithic finish" αναφέρεται σε μια επιφάνεια ή φινίρισμα που προκύπτει από τη χρήση ενός μείγματος από σκυρόδεμα και βότσαλα ή κόκκους άμμου για τη δημιουργία μιας σκληρής και ανθεκτικής επιφάνειας. Χρησιμοποιείται συχνά στη δόμηση, για δάπεδα και άλλες επιφάνειες που απαιτούν μεγάλη αντοχή στη φθορά.
Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικές αναφορές και κατασκευαστικά κείμενα.
The new building features a granolithic finish that enhances its durability.
(Το νέο κτίριο διαθέτει ένα γρανιτικού τύπου τελείωμα που ενισχύει τη αντοχή του.)
Many industrial floors use a granolithic finish to withstand heavy traffic.
(Πολλές βιομηχανικές επιφάνειες χρησιμοποιούν γρανιτικού τύπου φινίρισμα για να αντέχουν σε βαριά κυκλοφορία.)
Ο όρος "granolithic finish" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορώ να σας δώσω παραδείγματα φράσεων που περιλαμβάνουν τη λέξη σε τεχνικά συμφραζόμενα:
The contractor ensured that every granolithic finish was flawless.
(Ο εργολάβος διασφάλισε ότι κάθε γρανιτικού τύπου φινίρισμα ήταν άψογο.)
After applying the granolithic finish, the floor became extremely low-maintenance.
(Μετά την εφαρμογή του γρανιτικού τύπου φινιρίσματος, το πάτωμα έγινε εξαιρετικά εύκολο στη συντήρηση.)
The granolithic finish not only looks good but also protects the underlying material.
(Το γρανιτικού τύπου φινίρισμα όχι μόνο φαίνεται καλό, αλλά επίσης προστατεύει το υποκείμενο υλικό.)
Η λέξη "granolithic" προέρχεται από την ελληνική λέξη "γρανίτης" (granite), που αναφέρεται σε σκληρές και ανθεκτικές πέτρες, και την ελληνική λέξη "λιθικός" (lithic), που σημαίνει "κεντραύλος" ή "πέτρα".
Συνώνυμα: - Aggregate finish - Concrete finish
Αντώνυμα: - Soft finish - Delicate finish
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα για τη φράση "granolithic finish" και την εφαρμογή της στη γλώσσα και στις τεχνικές περιγραφές.