Gratuitous είναι επίθετο.
/ɡrəˈtuːɪtəs/
Η λέξη "gratuitous" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι απαραίτητο ή αναγκαίο, ή που παρέχεται χωρίς καμία υποχρέωση ή αντάλλαγμα. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά ή ηθικά συμφραζόμενα για να υποδείξει ενέργειες που δεν έχουν δικαιολογία ή που είναι περιττές. Η χρήση της είναι συχνότερη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές καταστάσεις, κυρίως σε πιο σοβαρές ή ακαδημαϊκές.
Τα σχόλιά του ήταν περιττά και δεν εξυπηρετούσαν κανένα σκοπό στη συζήτηση.
The movie was criticized for its gratuitous violence.
Η ταινία επικρίθηκε για την αχρείαστη βία της.
Many people find unsolicited advice to be gratuitous.
Η λέξη "gratuitous" συχνά ενσωματώνεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε καταστάσεις που είναι περιττές ή αχρείαστες.
Πολλές ταινίες απεικονίζουν περιττή σκληρότητα που δεν προσθέτει τίποτα στην πλοκή.
Gratuitous nudity - Αχρείαστη γυμνή.
Η ταινία δέχθηκε κριτική για την αχρείαστη γυμνή που φαινόταν αναγκαστική.
Gratuitous advice - Αχρείαστη συμβουλή.
Η αχρείαστη συμβουλή της για τις επαγγελματικές μου επιλογές δεν έγινε δεκτή.
Gratuitous escalation - Περιττή κλιμάκωση.
Η διαμάχη οδήγησε σε περιττή κλιμάκωση που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Gratuitous remark - Αχρείαστη παρατήρηση.
Η λέξη "gratuitous" προέρχεται από την γαλλική λέξη gratuit, η οποία σημαίνει "δωρεάν" ή "χωρίς τίμημα", και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό gratus, που σημαίνει "ευχάριστος" ή "αξιογέλαστος".
Συνώνυμα: - Unnecessary (περιττός) - Unwarranted (αδικαιολόγητος) - Superfluous (υπερβολικός)
Αντώνυμα: - Necessary (αναγκαίος) - Essential (ουσιώδης) - Indispensable (απαραίτητος)