gravity damper: Ουσιαστικό.
gravity damper: /ˈɡrævɪti ˈdæmpər/
Ο όρος gravity damper αναφέρεται σε έναν μηχανισμό ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την περιστολή ή την απορρόφηση δονήσεων και κραδασμών μέσω της βαρύτητας. Συχνά χρησιμοποιούνται σε κατασκευές, όπως κτίρια και γεφυρών, για να ελέγξουν τις αντιδράσεις τους σε σεισμούς ή ισχυρούς ανέμους. Η χρήση αυτού του όρου είναι πιο συχνή σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
The engineers installed a gravity damper to enhance the building's stability during earthquakes.
Οι μηχανικοί εγκατέστησαν έναν βαρυτικό αποσβεστήρα για να ενισχύσουν τη σταθερότητα του κτιρίου κατά τη διάρκεια σεισμών.
A well-designed gravity damper can significantly reduce the vibrations experienced in tall structures.
Ένας καλά σχεδιασμένος βαρυτικός αποσβεστήρας μπορεί να μειώσει σημαντικά τις δονήσεις που βιώνουν οι ψηλές κατασκευές.
In some cases, gravity dampers are preferred over other types of dampers due to their simplicity.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι βαρυτικοί αποσβεστήρες προτιμώνται από άλλους τύπους αποσβεστήρων λόγω της απλότητάς τους.
Ο όρος gravity damper δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με μηχανική και κατασκευή. Εδώ είναι κάποιες σχετικές προτάσεις:
The implementation of gravity dampers is crucial for earthquake-resistant design.
Η εφαρμογή των βαρυτικών αποσβεστήρων είναι κρίσιμη για το σχεδιασμό ανθεκτικότητας σε σεισμούς.
Gravity dampers can be seen as an essential element in modern engineering practices.
Οι βαρυτικοί αποσβεστήρες μπορούν να θεωρηθούν ως ένα ουσιαστικό στοιχείο στις σύγχρονες πρακτικές μηχανικής.
When designing skyscrapers, engineers must consider the role of gravity dampers.
Κατά το σχεδιασμό ουρανοξυστών, οι μηχανικοί πρέπει να εξετάσουν τον ρόλο των βαρυτικών αποσβεστήρων.
Ο όρος "gravity" προέρχεται από το λατινικό "gravitas", που σημαίνει "βαρύτητα", και ο όρος "damper" προέρχεται από την γαλλική λέξη "dampere", που σημαίνει "να αποσβένω ή να περιορίζω".
seismic damper
Αντώνυμα: