Το "gray currawong" είναι ένα ουσιαστικό.
/ɡreɪ ˈkɜːrəwɒŋ/
Ο όρος "gray currawong" αναφέρεται σε ένα είδος πουλιού που ανήκει στην οικογένεια των Ψαραετών (Artamidae). Είναι γνωστό για το χαρακτηριστικό του γκρίζο φτέρωμα και την ευφυΐα του. Αυτά τα πουλιά ενδημούν στην Αυστραλία και τη Νέα Γουινέα και είναι συχνά αναγνωρίσιμα από την μελωδική τους φωνή.
Ο όρος "gray currawong" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα πουλιά ή όταν συζητάμε για τη βιοποικιλότητα. Είναι σχετικά εξειδικευμένος, επομένως η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια.
Ο γκρίζος κουρραγουόνγκ βρίσκει συχνά σε δασικές περιοχές.
During spring, the gray currawong sings beautifully at dawn.
Κατά τη διάρκεια της άνοιξης, ο γκρίζος κουρραγουόνγκ τραγουδά όμορφα με το πρώτο φως της ημέρας.
Many birdwatchers are eager to spot the gray currawong in its natural habitat.
Ο όρος "currawong" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά το πουλί είναι σημαντικό για τους φυσιολάτρες και τους βιολόγους. Παρακάτω παρατίθενται παραδείγματα προτάσεων με αναφορά στον γκρίζο κουρραγουόνγκ:
Η παρατήρηση ενός γκρίζου κουρραγουόνγκ είναι μια κορυφαία στιγμή για κάθε παρατηρητή πουλιών.
The gray currawong is often associated with mystical tales in Aboriginal culture.
Ο γκρίζος κουρραγουόνγκ συχνά σχετίζεται με μυστικιστικά παραμύθια στην αυστραλιανή αυτόχθονη κουλτούρα.
You can often hear the gray currawong's call echoing through the valleys.
Η λέξη "currawong" προέρχεται από τη διάλεκτο των αυτόχθονων Αυστραλών, με κοινή χρήση σε πολλές γλώσσες της Αυστραλίας. Το "gray" προέρχεται από την αγγλική λέξη που περιγράφει το χρώμα.
Συνώνυμα: currawong (γενικά χωρίς χρωματισμό), άλλες μεγάλες οικογένειες βιολογικών όντων. Αντώνυμα: δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς το "gray currawong" αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τύπο πουλιού.