Ο συνδυασμός λέξης "gray waxbill" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ɡreɪ wæksbɪl/
Ο όρος "gray waxbill" αναφέρεται σε ένα μικρό πουλί της οικογένειας Estrildidae, το οποίο είναι γνωστό για το γκρι χρώμα του και την χαρακτηριστική του εμφάνιση. Συνήθως οι gray waxbills είναι κοινωνικά πουλιά και συχνά εντοπίζονται σε μικρές κοπάδια σε ανοικτές περιοχές. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί επίσης να απαντηθούν και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συνομιλίες σχετικά με παρατηρήσεις πουλιών ή σε θέματα φυσικής ιστορίας.
Η γκρι κίσσα είναι γνωστή για το όμορφο πτέρωμά της.
During our birdwatching trip, we spotted a gray waxbill.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας για παρατήρηση πουλιών, εντοπίσαμε μια γκρι κίσσα.
The gray waxbill often interacts with other birds in its habitat.
Ο όρος "gray waxbill" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που σχετίζονται με παρατήρηση πουλιών ή οικολογικές συζητήσεις.
“Για να φέρω τη γκρι κίσσα, έστησα ένα ταΐστρα στην αυλή μου.”
“The gray waxbill is a common sight at local parks.”
“Η γκρι κίσσα είναι συχνή θέα στα τοπικά πάρκα.”
“People often forget about the gray waxbill when they talk about exotic birds.”
Η λέξη "waxbill" προέρχεται από τη χαρακτηριστική εμφάνιση του ράμφους αυτού του πουλιού, ο οποίος έχει σχήμα που μοιάζει με κερί ή μελισσοκέρι. Ο όρος "gray" αναφέρεται στο χρώμα του πτερώματος.
Συνώνυμα: - gray finch (γκρι σπουργίτι)
Αντώνυμα: - colorful bird (χρωματιστό πουλί)
Συνοψίζοντας, ο όρος "gray waxbill" έχει σημαντική θέση στις παρατηρήσεις πουλιών και εκφράζει τη φυσική ομορφιά αυτού του μικρού πουλιού.