Η λέξη "grayscale" είναι ουσιαστικό.
/greɪskeɪl/
Η λέξη "grayscale" αναφέρεται σε μια κλίμακα ή μια εικόνα που έχει αποχρώσεις του γκρι, χωρίς χρώμα. Στον τομέα της ψηφιακής εικόνας, το grayscale χρησιμοποιείται για την αναπαράσταση εικόνων με διαφορετικές αποχρώσεις του γκρι, συνήθως διαρκώντας από το μαύρο στο λευκό. Η χρήση του είναι συχνή σε τομείς όπως η φωτογραφία, το σχέδιο, και η γραφιστική. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο.
The artist created a stunning grayscale portrait of the famous musician.
(Ο καλλιτέχνης δημιούργησε ένα εκπληκτικό γκρίζο πορτρέτο του διάσημου μουσικού.)
In graphic design, using grayscale can add a classic touch to the layout.
(Στον γραφιστικό σχεδιασμό, η χρήση γκρίζας κλίμακας μπορεί να προσθέσει μια κλασική αίσθηση στο σχέδιο.)
Η λέξη "grayscale" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε συνδυασμούς που αναφέρονται σε κλίμακες αντίθεσης ή σχέσεις χρωμάτων.
"In a world full of color, sometimes we see things in grayscale."
(Σε έναν κόσμο γεμάτο χρώμα, μερικές φορές βλέπουμε τα πράγματα σε γκρίζα.)
"His emotions were described in grayscale, lacking the vibrancy of joy or sadness."
(Τα συναισθήματά του περιγράφηκαν σε γκρίζα, στερούμενα της ζωντάνιας της χαράς ή της θλίψης.)
Η λέξη "grayscale" προέρχεται από τη συνδυασμένη μορφή της λέξης "gray" (γκρί) και "scale" (κλίμακα), υποδηλώνοντας μια σειρά από αποχρώσεις του γκρι.
Συνώνυμα: - Monochrome - Grayscale image
Αντώνυμα: - Color - Chromatic