grease-gun: Ουσιαστικό
/ˈɡriːs ˌɡʌn/
Η λέξη "grease-gun" αναφέρεται σε μια βιομηχανική συσκευή που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή λιπαντικού (συνήθως σε μορφή γράσου) σε κινούμενα μέρη, όπως σε μηχανές ή αυτοκίνητα. Αυτό το εργαλείο επιτρέπει την εύκολη και αποτελεσματική λίπανση συσκευών και έχει κοινή χρήση στη μηχανολογία και τη συντήρηση οχημάτων. Η χρήση του είναι συχνή και στο προφορικό και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινό σε τεχνικές ή επαγγελματικές συζητήσεις.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε το πιστόλι λιπαντικού για να λιπάνει τα μέρη του κινητήρα.
Make sure to check the grease-gun before starting the maintenance work.
Βεβαιωθείτε ότι ελέγξατε το πιστόλι λιπαντικού πριν ξεκινήσετε τη συντήρηση.
A grease-gun is an essential tool for anyone working on machinery.
Η λέξη "grease" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη λίπανση, την υποστήριξη ή την ευκολία σε καταστάσεις:
Για να εξασφαλίσουμε ότι όλα λειτουργούν ομαλά, πρέπει να λιπάνουμε τις ρόδες.
Grease someone's palm
Έβαλε λάδι στην παλάμη του δημάρχου για να πάρει την άδεια πιο γρήγορα.
To grease the skids
Αν θέλεις να τελειώσεις το έργο στην ώρα του, πρέπει να διευκολύνεις τα πράγματα.
Grease is the word
Η λέξη "grease" προέρχεται από τη Μεσαιωνική Γαλλικά "graisse" και κατέληξε στη μέση Αγγλικά, διατηρώντας τη σημασία της ως λιπαντικού υλικού. Η λέξη "gun" προέρχεται από τη παλαιότερη Γερμανική λέξη "gunna", που σημαίνει "όπλο" ή "εργαλείο".
Συνώνυμα: - Lubricator - Oil gun
Αντώνυμα: - De-lubricator (έναν όρο που δεν είναι τόσο κοινός σε χρήση, αλλά μπορεί να αναφέρεται σε εργαλεία ή διαδικασίες που αφαιρούν τη λίπανση).