Όρος: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /ɡreɪt toʊ/
Ο όρος "great toe" αναφέρεται στον μεγαλύτερο δάκτυλο του ποδιού. Στην ιατρική ορολογία, μπορεί επίσης να αναφέρεται στον 1ο δάκτυλο του ποδιού, που είναι σημαντικός για την ισορροπία και τη βάδιση. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και ανατομικά συμφραζόμενα, καθώς και στην καθημερινή ομιλία όταν αναφερόμαστε σε τραυματισμούς ή παθήσεις αυτού του δάκτυλου. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά κοινή, αλλά πιο συνηθισμένη σε γραπτό πλαίσιο, όπως ιατρικές αναφορές.
Ο μεγάλος δάκτυλος του ποδιού είναι απαραίτητος για την ισορροπία κατά την βάδιση.
He injured his great toe while playing soccer.
Τραυμάτισε τον μεγάλο δάκτυλο του ποδιού ενώ έπαιζε ποδόσφαιρο.
In some people, the great toe can be affected by gout.
Ο όρος "great toe" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να συμπεριληφθεί σε εκφράσεις σχετικές με τη σωματική υγεία ή κινήσεις, όπως:
Μετάφραση: "Πατάω τον μεγάλο δάκτυλο του ποδιού κάποιου": να ενοχλήσω ή να ενοχλώ κάποιον.
"Tiptoe": to walk quietly and carefully on one's toes.
Μετάφραση: "Να περπατήσω στις μύτες των ποδιών": να περπατώ ήσυχα και προσεκτικά στις άκρες των δακτύλων των ποδιών.
"Get on someone's toes": to encroach on someone's territory or position.
Η φράση "great toe" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική γλώσσα, όπου "great" σημαίνει "μεγάλος" και "toe" προέρχεται από την νεοαγγλική λέξη "toe", που έχει τις ρίζες της στην παλαιά αγγλική "ta," που σημαίνει δάκτυλος.
Συνώνυμα: - μεγάλος δάκτυλος - μηρός (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - μικρός δάκτυλος (little toe)