Adjective (επίθετο)
/ˈɡreɪtər ˈædʒʊtənt/
Ο όρος "greater adjutant" αναφέρεται συνήθως σε μια κατηγορία που σχετίζεται με την πτηνολογία, και συγκεκριμένα σε έναν τύπο εγγενών πουλιών. Στην πραγματικότητα, "Greater Adjutant" είναι το όνομα ενός συγκεκριμένου είδους γερανού που συναντάται κυρίως στην Ινδία και την Νοτιοανατολική Ασία. Στη γλώσσα των αγγλικών, χρησιμοποιείται πιο συχνά στο πλαίσιο της επιστημονικής ή περιβαλλοντικής συζήτησης, καθώς και στη βιολογία.
Η χρήση του όρου "greater adjutant" είναι κυρίως γραπτή, με συχνότητα που συνδέεται με ακαδημαϊκά κείμενα ή άρθρα που σχετίζονται με τη φύση και τη ζωολογία.
Ο μεγαλύτερος βοηθός συχνά βρίσκει τροφή σε ανοιχτές αστικές περιοχές.
Many conservationists are working to protect the habitats of the greater adjutant.
Ο όρος "greater adjutant" δεν είναι συνήθως μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε μερικές σχετικές φράσεις με τον όρο "adjutant" γενικά, όπως:
Ένας βοηθός στον διοικητή.
"The role of the adjutant is crucial in military operations."
Ο ρόλος του βοηθού είναι κρίσιμος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
"Acting as an adjutant to the general, he took on many responsibilities."
Η λέξη "adjutant" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adjutans", που σημαίνει "βοηθώντας". Ο όρος "greater" είναι μία από τις μορφές της λέξης "great", που σημαίνει "μεγάλος" ή "σημαντικός".
Συνώνυμα: - Assistant (βοηθός) - Aide (βοηθός)
Αντώνυμα: - Subordinate (υποτακτικός) - Inferior (κατώτερος)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τον όρο "greater adjutant" και την χρήσης του στη γλώσσα των Αγγλικών.