Ο όρος "grey mullet" είναι ουσιαστικό.
[ɡreɪ ˈmʌlɪt]
Το "grey mullet" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο είδος ψαριού που ανήκει στην οικογένεια Mugilidae, γνωστό για την αλμυρή γεύση του και την ευρεία χρήση του στη μαγειρική κυρίως σε χώρες με παράκτια κουζίνα. Κοινώς βρίσκεται σε αλμυρά ή μαλθακά νερά και είναι δημοφιλές για τρόπους μαγειρέματος όπως το ψητό ή το τηγανητό.
Η συχνότητα χρήσης του όρου "grey mullet" είναι κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε κείμενα που αφορούν τη γαστρονομία ή την αλιεία. Στον προφορικό λόγο μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, συχνά σε ειδικές περιστάσεις όπως σε συζητήσεις για φαγητό ή υπαίθρια δραστηριότητα.
"Απόλαυσα ένα υπέροχο δείπνο με γκρίζο μουλαριέρο χθες το βράδυ."
"The grey mullet is often found in the Mediterranean Sea."
"Ο γκρίζος μουλαριέρος συχνά βρίσκεται στη Μεσόγειο Θάλασσα."
"Many chefs consider grey mullet a delicacy."
Ο όρος "grey mullet" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα δοκίμια σχετικά με τη γαστρονομία.
"Το ψάρεμα γκρίζων μουλαριέρων είναι δημοφιλές σπορ για τους τοπικούς ψαράδες."
"The chef's specialty is grilled grey mullet with lemon sauce."
"Η ειδικότητα του σεφ είναι ο ψητός γκρίζος μουλαριέρος με σάλτσα λεμονιού."
"Grey mullet has a mild flavor that's perfect for any dish."
Ο όρος "mullet" προέρχεται από τον παλιό γαλλικό όρο "mulet", που αναφέρεται σε ψάρι αυτού του είδους, και πιθανόν να έχει ρίζες στο λατινικό "mugil", που τροφοδοτεί τις ονομασίες των ψαριών της οικογένειας Mugilidae.
Συνώνυμα: - Mullet - Mugil
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τον όρο "grey mullet”, αλλά μπορεί να διαφοροποιηθεί με άλλα είδη ψαριών ή θαλασσινών όπως ο σολομός ή η τσιπούρα.