greyness: Ουσιαστικό
/ˈɡreɪ.nəs/
Η λέξη "greyness" αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κανείς γκρι ή σε μια κατάσταση που λείπει το χρώμα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έλλειψη ζωντάνιας ή ενθουσιασμού, καθώς και τις αισθητικές ή συναισθηματικές επιπτώσεις του γκρι. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μια ελαφρά προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο.
The greyness of the sky made the day feel quite gloomy.
Η γκρίζα κατάσταση του ουρανού έκανε την ημέρα να φαίνεται αρκετά μελαγχολική.
She loved the greyness of the city during winter.
Αγαπούσε την γκρίζα ατμόσφαιρα της πόλης κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
His artwork captured the greyness of urban life perfectly.
Το έργο του αποτύπωσε τέλεια την γκρίζα ζωή της πόλης.
Η λέξη "greyness" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές προτάσεις που μπορούν να ανιχνεύσουν τη χρήση της σε φράσεις:
The greyness of the situation is hard to ignore.
Η γκρίζα κατάσταση του θέματος είναι δύσκολο να αγνοηθεί.
In the greyness of his mind, he struggled to find clarity.
Στη γκρίζα κατάσταση του μυαλού του, αγωνίστηκε να βρει σαφήνεια.
The greyness of their relationship made it difficult to see a future.
Η γκρίζα κατάσταση της σχέσης τους έκανε δύσκολο να δουν ένα μέλλον.
Life can feel like a constant battle against greyness.
Η ζωή μπορεί να φαίνεται σαν μια διαρκής μάχη κατά της γκρίζας κατάστασης.
The greyness around him echoed his feelings of uncertainty.
Η γκρίζα κατάσταση γύρω του αντήχησε τα συναισθήματά του για την αβεβαιότητα.
Η λέξη "greyness" προέρχεται από το επιθέτο "grey" (γκρίζος), που σχετίζεται με την χρωματική έννοια, συνδυάζοντας την κατάληξη "-ness" για να σχηματίσει ένα ουσιαστικό που περιγράφει την κατάσταση του να είναι γκρι.
Συνώνυμα - grayness - dullness - blandness
Αντώνυμα - brightness - colorfulness - vibrancy