Φράση (Phrase)
/ɡrɪld miːt/
Η φράση "grilled meat" αναφέρεται στο κρέας που έχει ψηθεί σε θερμότητα, συνήθως πάνω από κάρβουνα ή σε ψησταριά. Είναι δημοφιλές σε πολλές κουζίνες παγκοσμίως και συχνά σερβίρεται κατά τη διάρκεια κοινωνικών εκδηλώσεων.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη στο προφορικό πλαίσιο, ειδικά σε κοινωνικές περιστάσεις ή εστιατόρια.
Συχνότητα χρήσης: Εμφανίζεται συχνά σε κουβέντες σχετικά με φαγητό, μπάρμπεκιου και καλοκαιρινές μαζώξεις.
Αποφασίσαμε να φάμε ψητό κρέας για δείπνο απόψε.
The restaurant is famous for its delicious grilled meat dishes.
Το εστιατόριο είναι διάσημο για τα νόστιμα πιάτα με ψητό κρέας του.
Everyone loved the grilled meat at the barbecue party.
Η φράση "grilled meat" δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά το ψήσιμο κρέατος χρησιμοποιείται συχνά σε περισσότερες γενικές εκφράσεις που σχετίζονται με κοινωνικές εκδηλώσεις. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
"Τίποτα δεν ενώνει τους φίλους καλύτερα από το ψητό κρέας."
"Let's fire up the grill for some amazing grilled meat."
"Ας ανάψουμε τη σχάρα για λίγο υπέροχο ψητό κρέας."
"During summer, grilled meat is a staple at every barbecue."
"Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, το ψητό κρέας είναι βασική επιλογή σε κάθε μπάρμπεκιου."
"Good company and grilled meat make for a perfect picnic."
"Καλή παρέα και ψητό κρέας κάνουν το τέλειο πικνίκ."
"He is the king of the grill, especially when it comes to grilled meat."
Η λέξη "grill" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "gril", που σημαίνει "σχάρα". Το "meat" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "mete," η οποία σημαίνει “τροφή” ή “κρέας”. Συνδυασμένα, οι λέξεις περιγράφουν τη διαδικασία ψησίματος κρέατος πάνω σε μια σχάρα.
Συνώνυμα: - Barbecued meat (μπάρμπεκιου κρέας) - Roast meat (ψητό κρέας)
Αντώνυμα: - Raw meat (ώμο κρέας) - Uncooked meat (άψητο κρέας)