Όνομα
/ˌɡrɪzi.əˈfʌlvɪn/
Η γκρίζοφουλβίνη είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία δερματικών λοιμώξεων που προκαλούνται από μύκητες, όπως η τριχοφυτία. Χρησιμοποιείται επίσης για τη θεραπεία λοιμώξεων που επηρεάζουν τα νύχια και το δέρμα.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά και φαρμακευτικά πλαίσια, επομένως η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο γιατρός συνταγογράφησε γκρίζοφουλβίνη για να θεραπεύσει τη μόνιμη μυκητιακή λοίμωξη.
Griseofulvin is often effective against dermatophyte infections.
Η γκρίζοφουλβίνη είναι συχνά αποτελεσματική κατά των δερματοφυτικών λοιμώξεων.
Patients should take griseofulvin with fatty meals to enhance absorption.
Η γκρίζοφουλβίνη δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε με παραδείγματα σχετικών φράσεων από την ιατρική γλώσσα.
Όταν παίρνετε γκρίζοφουλβίνη, ακολουθήστε αυστηρά το πρόγραμμα θεραπείας.
Griseofulvin was a game-changer for my fungal infection.
Η γκρίζοφουλβίνη ήταν μια επαναστατική λύση για τη μυκητιακή μου λοίμωξη.
The pharmacist explained how griseofulvin works to combat fungi.
Το όνομα "griseofulvin" προέρχεται από τη λέξη "griseus", που σημαίνει "γκρίζος" και "fulvus", που σημαίνει "κίτρινος" στα Λατινικά, αναφερόμενο στη χρωματική εμφάνιση του φαρμάκου.
Συνώνυμα: - Griseofulvin (καθώς πρόκειται για την εμπορική ονομασία του φαρμάκου)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη γκρίζοφουλβίνη, καθώς είναι ένα συγκεκριμένο φάρμακο και δεν έχει αντίθετο στη λειτουργία του, αλλά αν κοιτάξουμε πτυχές της θεραπείας, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την αποτυχία θεραπείας ως ευρύτερη έννοια αντίθεσης.