"grosbeak-weaver" είναι ένα ουσιαστικό.
/gɹoʊzbiːk ˈwiːvər/
Η λέξη "grosbeak-weaver" δεν έχει άμεση μετάφραση στα Ελληνικά, όμως μπορεί να αναλυθεί ως: - Grosbeak: Γκροσμπίκ - Weaver: Υφάντης ή Υφαντής που σημαίνει το πουλί που υφαίνει.
Ο όρος "grosbeak-weaver" αναφέρεται σε ένα είδος πτηνού που ταυτίζεται με το είδος των υφαντών και γενικά είναι γνωστό για την ικανότητά του να κατασκευάζει περίπλοκες φωλιές. Αυτά τα πτηνά συναντώνται κυρίως σε τροπικές περιοχές και συνήθως έχουν ζωηρόχρωμα φτερά. Η χρήση της λέξης "grosbeak" υποδηλώνει ότι το πτηνό έχει ευρύ ράμφος που χρησιμοποιείται για να τρώει σπόρους.
Η λέξη "grosbeak-weaver" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε επιστημονικά κείμενα και ειδικές αναφορές στην ορνιθολογία, επομένως έχει περισσότερη εφαρμογή σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The grosbeak-weaver builds intricate nests in the trees.
(Ο γκροσμπίκ υφάντης κατασκευάζει περίπλοκες φωλιές στα δέντρα.)
Observing a grosbeak-weaver in its natural habitat is an extraordinary experience.
(Η παρατήρηση ενός γκροσμπίκ υφάντη στο φυσικό του περιβάλλον είναι μια εξαιρετική εμπειρία.)
Η λέξη "grosbeak-weaver" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ειδικές περιφράσεις που σχετίζονται με την ορνιθολογία ή την οικολογία.
"As rare as a grosbeak-weaver": This phrase can imply something that is very rare or hard to find.
(Σαν σπάνιο σαν τον γκροσμπίκ υφάντη.)
"Nest like a grosbeak-weaver": This could describe someone who is very meticulous in arranging their home or workspace.
(Φτιάχνει φωλιά σαν γκροσμπίκ υφάντη.)
Η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων «grosbeak» (που σημαίνει ένα είδος πτηνού με μεγάλο ράμφος) και «weaver» (που σημαίνει αυτός που υφαίνει, αναφερόμενος στη συγκεκριμένη ικανότητα του πτηνού).