Η φράση "gross ear" αποτελείται από δύο λέξεις. Η λέξη "gross" είναι επίθετο και η λέξη "ear" είναι ουσιαστικό.
/groʊs ɪr/
Η φράση "gross ear" δεν είναι μια τεχνικά καθορισμένη φράση στην Αγγλική γλώσσα. Η λέξη "gross" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που είναι αηδιαστικό ή χοντρό, ενώ "ear" αναφέρεται στο αυτί. Έτσι, "gross ear" θα μπορούσε να υποδηλώνει ένα αυτί που είναι αηδιαστικό ή μη ελκυστικό. Η χρήση της φράσης είναι σπάνια και συνήθως εμφανίζεται σε προφορικά ή ανεπίσημα κείμενα.
Πιο συχνά, εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "ear" χρησιμοποιούνται σε διάφορα συμφραζόμενα και συχνά αναφέρονται σε θέματα που έχουν σχέση με ήχο ή επικοινωνία.
"He found a gross ear of some food in the kitchen."
"Βρήκε ένα αηδιαστικό αυτί από κάποιο φαγητό στην κουζίνα."
"The doctor examined the gross ear of the patient."
"Ο γιατρός εξέτασε το αηδιαστικό αυτί του ασθενούς."
Η λέξη "ear" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"To be all ears"
"To be all ears" σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ προσεκτικός και έτοιμος να ακούσει.
"I’m all ears about your trip!"
"Είμαι όλος αυτιά για το ταξίδι σου!"
"A keen ear"
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει καλή ακοή ή μουσικό ταλέντο.
"She has a keen ear for music."
"Έχει καλή ακοή για τη μουσική."
"To lend an ear"
Σημαίνει να ακούσουμε προσεκτικά κάποιον που μιλάει ή έχει προβλήματα.
"I’m here to lend an ear if you need to talk."
"Είμαι εδώ για να ακούσω αν χρειάζεσαι να μιλήσεις."
Η λέξη "gross" προέρχεται από το λατινικό "grossus", που σημαίνει "χονδρός", ενώ η λέξη "ear" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "eare", που επίσης προέρχεται από την Γερμανική ρίζα.
ear: auditory organ, hearing organ
Αντώνυμα: