Ο όρος "gross feeder" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/groʊs ˈfiːdər/
Ο όρος "gross feeder" αναφέρεται γενικά σε ένα οργανισμό ή έναν μηχανισμό που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες πόρων ή τροφής. Στην επιστήμη, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει οργανισμούς που τρέφονται με μεγάλες ποσότητες φαγητού. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που έχει μεγάλες καταναλωτικές συνήθειες.
Ο όρος "gross feeder" δεν είναι πολύ συχνός και χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή οικολογικά κείμενα. Δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα όπως η βιολογία και η οικολογία.
"The gross feeder in the aquarium consumes much more food than the smaller fish."
"Ο χοντρός τροφοδότης στο ενυδρείο καταναλώνει πολύ περισσότερο φαγητό από τα μικρότερα ψάρια."
"In nature, gross feeders play a crucial role in the ecosystem by controlling the population of smaller organisms."
"Στη φύση, οι χοντροί τροφοδότες παίζουν σημαντικό ρόλο στο οικοσύστημα ελέγχοντας τον πληθυσμό των μικρότερων οργανισμών."
"The researcher identified the gross feeder species that would impact the food chain."
"Ο ερευνητής εντόπισε τα είδη χοντρών τροφοδοτών που θα επηρεάσουν την τροφική αλυσίδα."
Ο όρος "gross feeder" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες περιπτώσεις για να περιγράψει μεγάλο καταναλωτή.
"He is such a gross feeder when it comes to dessert; he can finish three cakes in one sitting."
"Είναι τόσο χοντρός τροφοδότης όταν πρόκειται για γλυκά· μπορεί να τελειώσει τρία κέικ σε μία καθιστική θέση."
"Those gross feeders can be quite detrimental to smaller fish if not monitored."
"Αυτοί οι χοντροί τροφοδότες μπορεί να είναι αρκετά επιβλαβείς για τα μικρότερα ψάρια αν δεν παρακολουθούνται."
"In our family, my brother is the gross feeder; he always eats the most at dinner."
"Στην οικογένειά μας, ο αδελφός μου είναι ο χοντρός τροφοδότης· πάντα τρώει πιο πολύ στο δείπνο."
Η λέξη "gross" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "grosse" που σημαίνει "χονδρός" ή "μεγάλος". Η λέξη "feeder" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "fēdan," που σημαίνει "να τροφοδοτεί."
Heavy feeder
Αντώνυμα: