Η φράση "ground area" αποτελεί ουσιαστικό.
/fɡraʊnd ˈɛəriə/
Η φράση "ground area" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα εδάφους ή επιφάνειας σε ένα δεδομένο πλαίσιο, όπως στην αρχιτεκτονική, την γεωγραφία, ή την οικολογία. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδείξει την επιφάνεια που καταλαμβάνει μια δομή ή οποιαδήποτε άλλη περιοχή γης.
Στη γλώσσα των Αγγλικά, η χρήση της φράσης είναι κοινή και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Αν και δεν είναι υπερβολικά συχνή, εμφανίζεται σε τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς.
Η περιοχή του εδάφους είναι απαραίτητη για το landscaping στο νέο πάρκο.
We measured the ground area to determine the best place for the building.
Μετρήσαμε την περιοχή του εδάφους για να καθορίσουμε το καλύτερο μέρος για το κτίριο.
The scientists focused on the ground area affected by pollution.
Η φράση "ground area" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις στον τομέα της γης και της φύσης:
Αποφάσισαν να σπάσουν νέο έδαφος ξεκινώντας έναν κήπο κοινότητας στην αστική περιοχή του εδάφους.
Common ground
Βρήκαμε κοινό έδαφος σχετικά με τη σημασία της διατήρησης της τοπικής περιοχής του εδάφους.
To level the ground
Η λέξη "ground" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "grund", βασισμένη στην παλαιά αγγλική "grund", που σημαίνει "έδαφος" ή "βάθρο". Η λέξη "area" έχει λατινικές ρίζες από το "area", που σημαίνει "ανοιχτός χώρος" ή "χωρίς πρόβλημα".
Συνώνυμα: - Surface area - Plot
Αντώνυμα: - Air - Sky
Αυτή η ανάλυση της φράσης "ground area" παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της σημασίας, χρήσης και διάδοσης του όρου.