Ουσιαστικό
/ˈɡraʊnd kruː/
Ο όρος "ground crew" αναφέρεται στην ομάδα των εργαζομένων που είναι υπεύθυνοι για την προετοιμασία και τη συντήρηση αεροσκαφών στο έδαφος. Αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν παράγοντες όπως μηχανικούς, υπεύθυνους αποσκευών, ειδικούς ασφαλείας και άλλους που εργάζονται για να διασφαλίσουν ότι το αεροσκάφος είναι έτοιμο να απογειωθεί ασφαλώς. Στη γλώσσα των Άγγλων είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επίσημα κείμενα και τεχνικές αναφορές.
Το προσωπικό εδάφους προετοίμασε το αεροπλάνο για απογείωση.
Without the ground crew, flights would be delayed often.
Χωρίς το προσωπικό εδάφους, οι πτήσεις θα καθυστερούσαν συχνά.
The airline invests heavily in training its ground crew.
Ο όρος "ground crew" δεν έχει πολλαπλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως σε άλλες λέξεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες φράσεις που σχετίζονται με την αεροπλοΐα.
Το προσωπικό εδάφους είναι η ραχοκοκαλιά των λειτουργιών του αερολιμένα.
"It’s crucial for the ground crew to communicate effectively."
Είναι σημαντικό για το προσωπικό εδάφους να επικοινωνεί αποτελεσματικά.
"The efficiency of the ground crew can significantly impact flight schedules."
Ο όρος "ground" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "grounde" που σημαίνει "έδαφος", και ο όρος "crew" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "crewe" που σημαίνει "μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί".
Συνώνυμα: - Ramp personnel - Airport staff
Αντώνυμα: - Flight crew - Airborne staff