Η φράση "ground limestone" είναι ουσιαστικό.
/graʊnd ˈlaɪmstoʊn/
Ο "ground limestone" αναφέρεται στη μορφή του ασβεστόλιθου που έχει αλεστεί σε μικρά κομμάτια ή σκόνη. Χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία κατασκευών, γεωργία και παραγωγή χημικών προϊόντων. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή στον τεχνικό και βιομηχανικό λόγο, ενώ λιγότερο κοινή είναι η χρήση του στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Παραδείγματικές προτάσεις: 1. "The farmer spread ground limestone on his fields to improve soil quality." - "Ο αγρότης απλώσε αλέσιμη ασβεστόλιθο στα χωράφια του για να βελτιώσει την ποιότητα του εδάφους."
Ο όρος "ground limestone" δεν χρησιμοποιείται ειδικά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει σημασία σε συγκεκριμένα βιομηχανικά ή γεωργικά συμφραζόμενα.
Ο όρος "limestone" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "limestun," όπου "lime" σημαίνει ασβέστης και "stone" σημαίνει πέτρα. Το "ground" αναφέρεται στη διαδικασία αλέσεως.
Συνώνυμα: - Limestone powder - Calcium carbonate (in certain contexts)
Αντώνυμα: - Whole limestone - Unprocessed limestone