Το "grow" σημαίνει να αυξάνεται ή να αναπτύσσεται, είτε σε μέγεθος είτε σε ποσότητα. Χρησιμοποιείται συχνά για ανθρώπους, φυτά ή οργανισμούς.
Το "laser" αναφέρεται σε μια συσκευή που εκπέμπει έντονη, κοεντρική δέσμη φωτός. Είναι ένα σημαντικό εργαλείο σε πολλές επιστημονικές και ιατρικές εφαρμογές.
Το "material" σημαίνει την υποκείμενη ουσία ή πρωτότυπο από το οποίο κατασκευάζεται κάτι ή χρησιμοποιείται για ένα σκοπό. Καλύπτει τα πάντα, από υλικά κατασκευής έως πληροφορίες και ιδέες.
Η φράση "grow laser material" μπορεί να αναφέρεται στην ανάπτυξη ή την παρασκευή υλικών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ή αποτελούν συστατικά των λέιζερ. Χρησιμοποιείται συνήθως σε βιομηχανικό ή επιστημονικό πλαίσιο.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο, και η χρήση της είναι σχετικά εξειδικευμένη.
We need to grow laser material for the new project.
Χρειαζόμαστε να αναπτύξουμε υλικό λέιζερ για το νέο έργο.
Scientists were able to grow laser material in the lab under specific conditions.
Οι επιστήμονες κατάφεραν να αναπτύξουν υλικό λέιζερ στο εργαστήριο υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
The technology to grow laser material has advanced significantly.
Η τεχνολογία για την ανάπτυξη υλικών λέιζερ έχει προοδεύσει σημαντικά.
Δεν υπάρχουν πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη φράση "grow laser material", αφού είναι πολύ ειδικευμένη. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις με τις λέξεις.
Grow into something
"She has grown into a talented artist."
"Έχει αναπτυχθεί σε μια ταλαντούχα καλλιτέχνη."
Grow apart
"Over the years, we grew apart."
"Με τα χρόνια, απομακρυνθήκαμε."
Materialize
"His plans never materialized."
"Τα σχέδιά του ποτέ δεν υλοποιήθηκαν."
Material advantage
"We have a material advantage over our competitors."
"Έχουμε ένα υλικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών μας."