Η λέξη "grumpily" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη συμπεριφορά ή την αντίδραση κάποιου που είναι γκρινιάρης ή δυσαρεστημένος. Συχνά δηλώνει ανυπομονησία ή ενοχλητικότητα, με έναν τόνο εχθρικότητας ή δυσαρέσκειας. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται συχνότερα σε καθημερινές συνομιλίες.
Αυτή γκρινιάρικα αποδέχθηκε τις δουλειές της ημέρας.
He spoke grumpily about the weather.
Μίλησε γκρινιάρικα για τον καιρό.
The child grumpily protested when asked to go to bed.
After the meeting, he left grumpily expressing dissatisfaction with the decisions made.
Grumpily going along with something:
She grumpily went along with the plan, even though she didn't agree.
Grumpily dealing with problems:
Η λέξη "grumpily" προέρχεται από το επίθετο "grumpy", που έχει τις ρίζες του στο ρήμα "grump". Το "grump" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι μελαγχολικός ή δυσαρεστημένος. Η προσθήκη του επιρρηματικού στερητικού "ly" μετατρέπει το επίθετο σε επίρρημα.
Συνώνυμα: - sulkily (σε κατάσταση μουρμούρας) - petulantly (με αθυμία)
Αντώνυμα: - cheerfully (χαρούμενα) - happily (ευτυχισμένα)