grunt: ουσιαστικό και ρήμα.
/ɡrʌnt/
Η λέξη "grunt" αναφέρεται σε έναν ήχο που παράγεται από κάποιον ή κάτι και συνήθως έχει χαμηλή, βραχώδη ποιότητα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τον ήχο που κάνουν τα ζώα, όπως οι χοίροι, ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να αναφερθεί σε άτομα που εκφράζουν δυσαρέσκεια ή υπομονή με ήχο. Στη γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά και προφορικά, αν και είναι πιο συχνή στην προφορική ομιλία, ιδίως σε πιο καθημερινές καταστάσεις.
Ο στρατιώτης άφησε έναν γρύλισμα καθώς κουβαλούσε το βαρύ σακίδιο.
She heard a grunt from the pig in the pen.
Άκουσε έναν γρύλο από τον χοίρο στο μαντρί.
His grunt of frustration was unmistakable during the workout.
Η λέξη "grunt" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως που σχετίζονται με σκληρή δουλειά ή στρατιωτικές αναφορές.
"Συχνά παραπονιέται για τη βαριά δουλειά που περιλαμβάνει η θέση του."
To grunt out a response: To respond in a low and unenthusiastic manner.
"Όταν ρωτήθηκε για το Σαββατοκύριακό του, απλώς γρύλισε μια απάντηση."
Grunt old-time: Used to refer to military personnel who are experienced in the field.
"Είναι γρύλος από τον πόλεμο του Βιετνάμ."
Grunts and groans: Sounds made when someone is exerting energy or struggling.
Η λέξη "grunt" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "grunt" που σήμαινε γρύλισμα και έχει ρίζες στη νορβηγική γλώσσα, όπου το "grynte" σημαίνει να γρύλιζε (σχετικά με τις χοίρες).
Συνώνυμα: - Gutter - Groan - Snort
Αντώνυμα: - Shout - Cheer - Exclaim