guided - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

guided (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Ανάλυση της λέξης "guided"

Δυνατές επιλογές μετάφρασης στα ελληνικά

Τι μέρος του λόγου μπορεί να είναι η λέξη στα Αγγλικά;

Η λέξη "guided" είναι ένα μετοχή του ρήματος "guide", που σημαίνει "καθοδηγώ" ή "οδηγώ". Η ανάλυσή της κατά μέρους συμπεριλαμβάνει:

  1. Ρήμα (verb): Στη βασική της μορφή, "guide" σημαίνει "να καθοδηγείς" ή "να οδηγείς". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της καθοδήγησης ή της βοήθειας σε κάποιον για να κατανοήσει ή να εκτελέσει κάτι.

  2. Μετοχή (participle): Στη μορφή "guided", λειτουργεί ως μετοχή και περιγράφει κάτι ή κάποιον που έχει υποστεί καθοδήγηση. Χρησιμοποιείται συχνά σε προτάσεις για να προσδιορίσει την κατάσταση ή την εμπειρία του υποκειμένου.

Πώς χρησιμοποιείται η λέξη στα Αγγλικά

Η λέξη "guided" χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει διαδικασίες, δραστηριότητες ή εμπειρίες που περιλαμβάνουν καθοδήγηση, όπως καθοδηγούμενες περιηγήσεις, κύκλους μαθημάτων ή δραστηριότητες με επίβλεψη.

Παραδείγματα:

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "guided" είναι αρκετά κοινή και χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, ειδικά σε περιγράμματα τουριστικών δραστηριοτήτων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων ή διαδικασιών που απαιτούν καθοδήγηση.

Χρήση σε προφορική ή γραπτή ομιλία

Η λέξη "guided" χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές λόγου, αλλά είναι πιο συχνά ενσυνείδητη σε γραπτές περιγραφές, όπως οδηγίες, άρθρα και δημοσιεύσεις σχετικά με τουριστικές δραστηριότητες και εκπαιδευτικά συστήματα.

Παραδείγματα χρήσης στα Αγγλικά (με μετάφραση στα ελληνικά)

Ετυμολογία

Η λέξη "guided" προέρχεται από το ρήμα "guide", που έχει γαλλική (guider) και λατινική (guidare) προέλευση. Η ρίζα της σχετίζεται με την έννοια της κατεύθυνσης και της καθοδήγησης, υπογραμμίζοντας την έννοια της υποστήριξης και βοήθειας προς κάποιον ή κάτι.