gull (ουσιαστικό)
/ɡʌl/
Η λέξη "gull" αναφέρεται σε έναν τύπο πουλιού, συνήθως θαλάσσιου, το οποίο ανήκει στην οικογένεια Laridae. Αυτά τα πουλιά είναι συχνά σχετικά μεγάλα, με λευκή ή γκρι φτερωτή, και είναι γνωστά για τις όξινες φωνές τους καθώς και για τη συνήθεια να περιφέρονται σε παραθαλάσσιες περιοχές, λιμάνια και θάλασσες. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη "gull" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να αναφέρεται σε κάποιον που είναι απατεώνας ή εύπιστος.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια και χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε οικολογικά ή φυσιογνωμικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να εμφανίζεται σε συζητήσεις σχετικά με τη φύση ή τις διακοπές.
Ο γλάρος πέταξε πάνω από την παραλία ψάχνοντας για τροφή.
We watched the gulls as they swooped down to catch the fish.
Η λέξη "gull" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές μεταφορικές φράσεις:
Μην τους αφήσεις να σε κάνουν να πιστέψεις τα ψέματά τους.
He was gullible enough to fall for the scam.
Ήταν αρκετά εύπιστος ώστε να πέσει στην παγίδα.
The story was a complete gull; no one believed it.
Η λέξη "gull" προέρχεται από την παλαιά αγγλική γλώσσα "gulla", που σχετίζεται με την Ιερή Γραφή στο αρχαίο γερμανικό θαλάσσιο πουλί. Η ρίζα της μπορεί να έχει προέλευση από άλλες γλώσσες που αναφέρονται σε παρόμοιες έννοιες.
Συνώνυμα: - seabird (θαλάσσιο πουλί) - tern (τρένο)
Αντώνυμα: Η λέξη "gull" είναι ουσιαστικό και δεν έχει άμεσους αντώνυμους στην πραγματική της έννοια. Ωστόσο, μπορεί να αντιπαραβληθεί με άλλα πουλιά που δεν είναι θαλάσσια ή δεν χαρακτηρίζονται από συναφείς συμπεριφορές.