"gum duct" είναι ένα ουσιαστικό.
/gʌm dʌkt/
Ο όρος "gum duct" αναφέρεται σε έναν αγωγό ή σωλήνα που σχετίζεται με τα ούλα, συχνά χρησιμοποιούμενος σε οδοντιατρικά και ιατρικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη ιατρική βιβλιογραφία και στις εξετάσεις οδοντιατρικών προβλημάτων. Σε γενικές γραμμές, έχει περιορισμένη χρήση στον καθημερινό προφορικό λόγο και είναι πιο συνηθισμένο σε γραπτά κείμενα που αφορούν τη ιατρική ή την οδοντιατρική.
The dentist examined the gum duct for any signs of infection.
Ο οδοντίατρος εξέτασε τον αγωγό των ούλων για τυχόν σημάδια λοίμωξης.
Issues with the gum duct can lead to significant discomfort.
Τα προβλήματα με τον αγωγό των ούλων μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική ενόχληση.
An X-ray can help identify blockages in the gum duct.
Ένα ακτινογραφία μπορεί να βοηθήσει στην ταυτοποίηση φραγμών στον αγωγό των ούλων.
Ο όρος "gum duct" δεν έχει ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε σχετικούς όρους που αναφέρονται σε προβλήματα που σχετίζονται με τα ούλα ή τις οδοντιατρικές διαδικασίες.
"To have one's gums around the gum duct examined"
"Να έχεις τα ούλα σου γύρω από τον αγωγό των ούλων εξετασμένα".
"Inflammation in the gum duct"
"Φλεγμονή στον αγωγό των ούλων".
"Surgery might be needed if the gum duct is damaged"
"Μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση αν ο αγωγός των ούλων είναι κατεστραμμένος".
Ο όρος "gum" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "gomme", που σχετίζεται με τη λατινική λέξη "gummi", ενώ "duct" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ductus", που σημαίνει "οδηγός" ή "σωλήνας". Μαζί σχηματίζουν την έννοια ενός σωλήνα που σχετίζεται με τα ούλα.
Συνώνυμα: - Gum canal - Gingival duct
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν σταθερά αντώνυμα, καθώς ο όρος "gum duct" αναφέρεται σε συγκεκριμένο ιατρικό κατηγορία χωρίς άμεσες αντιθέσεις.