Ο όρος "gun-butt" αφορά το πίσω μέρος ή την πλάτη μιας βολίδας όπλου, συνήθως αναφέρεται στο τμήμα του όπλου που έχει άμεση επαφή με τον χρήστη κατά την εκτόξευση. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικό και γραπτό λόγο με σπάνια πάνω από το μέσο επίπεδο χρήσης, κυρίως σε σχετικά με το στρατό, την αστυνομία και τα όπλα.
Ο στρατιώτης ρύθμισε τη λαβή του στην βολίδα όπλου πριν πάρει στόχο.
She felt the recoil of the gun-butt against her shoulder.
Η έκφραση "gun-butt" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποια περιβάλλοντα σχετικά με τον στρατό ή την αστυνομία.
"Εκτόξευσε την πόρτα με την βολίδα του όπλου."
"After the argument, he calmed down by holding the gun-butt in his hands."
"Μετά τη διαμάχη, ηρέμησε κρατώντας την βολίδα του όπλου στα χέρια του."
"She used the gun-butt for a makeshift tool."
Ο όρος "gun" προέρχεται από την πρώιμη αγγλική λέξη "gunne", που αναφέρεται σε ένα όπλο ή μεταφορικά σε οποιοδήποτε εργαλείο εκτόξευσης. Η λέξη "butt" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "butt", που αναφερόταν στην πλάτη ή στο πίσω μέρος κάποιου αντικειμένου.
Αυτές είναι οι ολοκληρωμένες πληροφορίες για την έκφραση "gun-butt". Αν έχετε άλλες ερωτήσεις ή επιθυμείτε περισσότερες λεπτομέρειες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!