Ο όρος gun-cotton είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του gun-cotton με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /ˈɡʌnˌkɒtən/.
Ο όρος gun-cotton μπορεί να μεταφραστεί ως "κοτόνι όπλου" ή "εκρηκτική υφαντική ύλη".
Το gun-cotton αναφέρεται σε ένα τύπο νιτρούχου βαμβακιού, που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία για να γίνει εκρηκτική ύλη. Χρησιμοποιείται κυρίως στην πυροβόλο βιομηχανία και ως βασικό συστατικό σε ορισμένα εκρηκτικά. Στην αγγλική γλώσσα, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα. Η χρήση του είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης του gun-cotton είναι σχετικά χαμηλή και συνήθως αφορά εξειδικευμένους τομείς, όπως η χημεία και η στρατιωτική τεχνολογία.
Το κοτόνι όπλου χρησιμοποιήθηκε εκτενώς τον 19ο αιώνα σε στρατιωτικές εφαρμογές.
Researchers are exploring safer alternatives to gun-cotton for explosive materials.
Ο όρος gun-cotton δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται κυρίως με τον τομέα των εκρηκτικών και της στρατιωτικής τεχνολογίας. Ορισμένες εκφράσεις και χρήση μπορεί να περιλαμβάνουν:
"Σαν το κοτόνι όπλου, ανάβει γρήγορα και προκαλεί μεγάλη αντίδραση."
"His temper was as explosive as gun-cotton."
Ο όρος gun-cotton προέρχεται από τη σύνθεση δύο λέξεων: "gun" που σημαίνει "όπλο" και "cotton" που σημαίνει "βαμβάκι". Η σύνθεσή του αναφέρεται στην εκρηκτική μορφή του βαμβακιού που χρησιμοποιείται σε πυροβόλα όπλα.
Συνώνυμα: - Nitrocellulose - Explosive cotton
Αντώνυμα: - Non-explosive material - Safe substance