gynandromorph: Ουσιαστικό
/ˌɡɪn.ənˈdɹoʊ.mɔːrf/
gynandromorph αναφέρεται σε ένα οργανισμό που έχει και ανδρικά και γυναικεία χαρακτηριστικά. Συνήθως, χρησιμοποιείται για να περιγράψει ζωντανούς οργανισμούς, όπως έντομα ή πτηνοειδή, που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά και των δύο φύλων. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε επιστημονικά περίχωρα (π.χ. ανατομία, βιολογία, γενετική), και έχει εγγενή σημασία στη μελέτη της βιολογικής ποικιλότητας.
The gynandromorph butterfly fascinated the scientists with its unique dual-coloration.
Η γυνανδρομορφική πεταλούδα ενθουσίασε τους επιστήμονες με την μοναδική διχρωμία της.
Researchers studied the gynandromorph fruit fly to understand the genetic basis of sexual differentiation.
Οι ερευνητές μελέτησαν την γυνανδρομορφική μύγα φρούτου για να κατανοήσουν τη γενετική βάση της σεξουαλικής διαφοροποίησης.
Η λέξη "gynandromorph" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η ιδέα της ύπαρξης οργανισμών με διπλά χαρακτηριστικά μπορεί να ενέχει μεταφορικές ή συμβολικές προεκτάσεις. Μερικές προτάσεις:
The concept of a gynandromorph in nature demonstrates the incredible diversity of life forms.
Η έννοια ενός γυνανδρομορφικού οργανισμού στη φύση καταδεικνύει την απίστευτη ποικιλία των μορφών ζωής.
In art, a gynandromorph may symbolize the balance between masculine and feminine energies.
Στην τέχνη, ένα γυνανδρομορφικό ον μπορεί να συμβολίζει την ισορροπία μεταξύ ανδρικών και γυναικείων ενεργειών.
Η λέξη "gynandromorph" προέρχεται από τα ελληνικά στοιχεία "gyn-" που σημαίνει "γυναίκα", "andro-" που σημαίνει "άνδρας" και "-morph" που σημαίνει "μορφή" ή "σχήμα". Έτσι, ετυμολογικά ενσωματώνει την ιδέα ενός οργανισμού με δύο μορφές φύλου.
Συνώνυμα: - βιολογικό δίδυμο φύλων - γυνανδρομορφισμός (ως ευρύτερη ορολογία)
Αντώνυμα: - μονοφυλλιδικός (οργανισμός με ανδρικά ή γυναικεία χαρακτηριστικά μόνο)