Journalistic είναι επίθετο.
/ˌdʒɜrnəˈlɪstɪk/
Η λέξη journalistic αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη δημοσιογραφία, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών, των μεθόδων και των θεμάτων που εμπλέκονται στην παραγωγή και τη διάδοση ειδήσεων και πληροφοριών. Χρησιμοποιείται συχνά σε δημοσιογραφικά κείμενα και άρθρα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις.
The journalist's journalistic integrity was praised by her colleagues.
(Η δημοσιογραφική ακεραιότητα της δημοσιογράφου επαινέθηκε από τους συναδέλφους της.)
Many students aspire to pursue a journalistic career after graduation.
(Πολλοί φοιτητές επιθυμούν να ακολουθήσουν μια δημοσιογραφική καριέρα μετά την αποφοίτησή τους.)
Η λέξη journalistic δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που σχετίζονται με τη δημοσιογραφία, όπως:
Journalistic ethics are crucial in maintaining public trust.
(Οι δημοσιογραφικές ηθικές είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού.)
A journalistic approach to storytelling emphasizes facts over opinions.
(Μια δημοσιογραφική προσέγγιση στην αφήγηση δίνει έμφαση στα γεγονότα παρά στις απόψεις.)
His journalistic skills allowed him to uncover hidden truths.
(Οι δημοσιογραφικές του δεξιότητες του επέτρεψαν να ανακαλύψει κρυφές αλήθειες.)
The journalistic coverage of the event was extensive and detailed.
(Η δημοσιογραφική κάλυψη του γεγονότος ήταν εκτενής και λεπτομερής.)
Η λέξη journalistic προέρχεται από τη λέξη journalism, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το γαλλικό journal, που σημαίνει "ημερολόγιο" ή "έντυπο", και το οποίο σχετίζεται με την ιδέα της καταγραφής γεγονότων και της αναφοράς τους.
Συνώνυμα: - δημοσιογραφικός - στοιχειοθετημένος (σε κάποια συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - μη δημοσιογραφικός - αποκομμένος από τη δημοσιογραφία