Ο όρος "jowly face" είναι ουσιαστικό (noun).
/ˈdʒoʊli feɪs/
Ο όρος "jowly face" αναφέρεται σε ένα πρόσωπο που έχει χαλαρούς ή σαρκώδεις γνάθους, συνήθως λόγω της γήρανσης ή της αύξησης βάρους. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γλώσσα των περιγραφών, και η χρήση του είναι συνηθισμένη τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Το πρόσωπό του με χαλαρούς γνάθους τον έκανε να φαίνεται πιο ηλικιωμένος από ότι ήταν στην πραγματικότητα.
She wished her jowly face was smoother and more defined.
Ευχόταν το πρόσωπό της με τους χαλαρούς γνάθους να ήταν πιο λείο και πιο καθορισμένο.
The actor's jowly face was often a topic of discussion among fans.
Ο όρος "jowly face" δεν έχει συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να τον περιλαμβάνουν σε ευρέως διαδεδομένες φράσεις ή εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές που συνδέονται με τη γήρανση ή την αύξηση βάρους. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα σχετικών φράσεων:
Καθώς γερνούσε, το πρόσωπό του με τους χαλαρούς γνάθους έγινε πιο έντονο.
Her jowly face was a sign of her love for rich foods.
Το πρόσωπό της με τους χαλαρούς γνάθους ήταν σημάδι της αγάπης της για πλούσια φαγητά.
He was self-conscious about his jowly face during the photo shoot.
Ήταν ανασφαλής για το πρόσωπό του με τους χαλαρούς γνάθους κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης.
Many actors try to avoid looking jowly in their films.
Ο όρος "jowly" προέρχεται από τη λέξη "jowl", η οποία σημαίνει «σαρκώδης γνάθος» ή «μάγουλο», και προέρχεται από την αγγλική λέξη "jow" που αναφέρεται σε μια σάρκα ή πλευρά του προσώπου, ιδιαίτερα γύρω από τη γνάθο.
Συνώνυμα: - sagging face (πρόσωπο που κρέμεται) - fleshy face (σαρκώδες πρόσωπο)
Αντώνυμα: - toned face (γραμμωμένο πρόσωπο) - chiseled face (καλά σχηματισμένο πρόσωπο)